Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2007

ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ













εισαγωγή στην επισφάλεια

«Είμαστε η μετά-σοσιαλιστική και μετά-ψυχρoπολεμική γενιά. Η γενιά μετά το τέλος των κάθετων γραφειοκρατιών και η γενιά του πληροφοριακού ελέγχου. Είμαστε μια παγκόσμια και νεοευρωπαϊκή κίνηση, η οποία φέρει στο προσκήνιο την δημοκρατική επανάσταση που ξεκίνησε το 1968 και τη μάχη ενάντια στη νεοφιλελεύθερη δυστοπία που βρίσκεται στην αιχμή της σήμερα. Είμαστε οικο-ακτιβιστές και ακτιβιστές των media, είμαστε οι απελευθερωτές του διαδικτύου και οι ριζοσπάστες των μητροπολιτικών αστικών χώρων, είμαστε η αμφιφυλόφιλη μετάλλαξη του παγκόσμιου φεμινισμού, είμαστε οι hackers της φρικτής πραγματικότητας. Είμαστε οι αγκιτάτορες του πρεκαριάτου και οι αντάρτες της διανοητικής εργασίας. Είμαστε αναρχοσυνδικαλιστές και μετα-σοσιαλιστές. Είμαστε όλοι μετανάστες που ψάχνουν για μια καλύτερη ζωή. Και δεν αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας σ΄εσάς με την καταθλιπτική και τετράγωνη πολιτική σκέψη που ήδη νικηθήκατε τον 20ο αιώνα. Δεν αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας στην αριστερά της Ιταλίας.»

Manifesto Bio/Pop del Precariato Metroradicale


Συμβαίνει στην Ιταλία

Προσωρινή εργασία, ημιαπασχόληση, αβέβαιες συνθήκες εργασίας, ανασφάλεια, ελαστικότητα, επισφαλής ζωή στον καπιταλισμό, precariato, επισφαλής ασφάλεια, αβεβαιότητα, πληροφοριακή εργασία, κοινωνικά media, διανοητική εργασία, συλλογική εφυία, …

κάποιοι ψάχνουν απαντήσεις, κάποιοι οργανώνονται, συναντιούνται, αλληλοεμπνέονται (inspira), συνωμοτούν (conspira), δικτυώνονται, επινοούν εργαλεία επίθεσης, κατεβαίνουν στους δρόμους, παίρνουν τις πλατείες, μπλοκάρουν τα εμπορικά κέντρα, σαμποτάρουν τα τηλεφωνικά κέντρα και διεκδικούν το εισόδημα του πολίτη, την διασυνοριακή ελευθερία μετακίνησης, το δικαίωμα στη στέγαση, στα χρήματα, στην υγεία, στις μεταφορές, στην αγάπη.

Φτιάχνουν μυθοπλαστικές φιγούρες, τον Άγιο Πρεκάριο (San Precario), την Serpica Naro, τον Robin Book, την Super Flex, τον Operator X, την Wonder Queer και πολλές άλλες, δημιουργούν νέο κινηματικό λεξιλόγιο, καμπάνιες, μεταστροφές, το επιτραπέζιο παιχνίδι πρεκαριόπολη (μεταστροφή της μονόπωλης εισάγοντας τα εμπόδια της ζωής των περιστασιακών εργαζομένων), ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά σποτάκια, οργανώνουν την Ευροπρωτομαγιά, αναστατώνουν την πολιτική σκηνή…

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Λίγο πριν το θεαματικό αποκορύφωμα και την αρχή του τέλος του «κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης», λίγο πριν το θερμό καλοκαίρι του Geteborg και της Genoa, εμφανίζεται την πρωτομαγιά του 2001 στις εμπορικές αρτηρίες του Μιλάνου ένα πολύχρωμο χαρούμενο αλλά και οργισμένο πλήθος που προβαίνει σε αποκλεισμούς καταστημάτων, σε μαζικές απαλλοτριώσεις και συγκρούεται με την αστυνομία. Υπόγεια, μακριά από το μιντιακό θέαμα, τους θεσμούς και τα επίσημα συνδικάτα γεννιέται μια νέα μορφή αγώνα. Είναι οι αβέβαιοι, οι αόρατοι, οι προσωρινοί, οι εργάτες του τριτογενή τομέα, οι μετανάστες χωρίς χαρτιά, οι νέοι των προαστίων, οι πάντως είδους επισφαλείς εργαζόμενοι, αυτοαποκαλούνται πρεκάριοι και ανίκητοι (imbattibili) και αυτοοργανώνουν την αντεπίθεση στην επισφάλεια της καπιταλιστικής ζωής.









Η αρχή έγινε από τους chainworkers, την μιλανέζικη αντιεξουσιαστική ομάδα στην οποία διασταύρωσαν τις διαδρομές τους ακτιβιστές, εργάτες των media, χάκερς και νέοι από τα κοινωνικά κέντρα οι οποίοι θέλησαν να ψηλαφίσουν τις νέες συνθήκες εργασιακής και υπαρξιακής ανασφάλειας και να αναζητήσουν τρόπους αγώνα. Συναντήθηκαν με αυτόνομες κινήσεις εργαζομένων, με ενώσεις μεταναστών, με κολεκτίβες σε χώρους εργασίας αλλά και με ριζοσπάστες ποδηλάτες, με φοιτητές, με άνεργους, με ομοφυλόφιλους. Το κοινό στοιχείο σε όλους, είναι από τη μια η περιστασιακότητα και προσωρινότητα της εργασίας συνοδευόμενη από μια γενικευμένη υπαρξιακή ανασφάλεια και από την άλλη η νευρικότητα της αντικουλτούρας των κοινωνικών κέντρων.


Μπορεί να είναι είτε
chainworkers - εργάτες σε αλυσίδες καταστημάτων που είναι υποχρεωμένοι να φοράνε στολή, να διατηρούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο σέρβις και να πουλάνε χαμόγελα που είναι εντελώς αταίριαστα με τους μισθούς ντροπής και τις συνθήκες εργασίας στις οποίες εξαναγκάζονται να δέχονται, είτε brainworkers - εργάτες της γνώσης, που δεν έχουν τίποτα άλλο να πουλήσουν παρά τις γνώσεις τους και το μυαλό τους (υπάλληλοι γραφείου, προγραμματιστές, ερευνητές, διαφημιστές, εν συντομία γνωστικοί - «cognitarians»), είτε απλώς άνεργοι.

Πρόκειται για εργάτες στους τομείς των υπηρεσιών και της γνώσης. Για ανθρώπους που βρίσκονται σε εργασίες οι οποίες διαρκώς αποκτούν όλο και πιο κομβικό ρόλο στην κοινωνική παραγωγή αλλά ακόμα δεν έχει βρεθεί τρόπος έκφρασης των συλλογικών αναγκών. Όλοι τους πέρα από το ότι υπόκεινται σε καθεστώς μόνιμης οικονομικής εκμετάλλευσης βρίσκονται στο επίκεντρο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού των δυτικών κοινωνιών. Το κύριο προϊόν της εργασίας τους δεν είναι τα απτά υλικά αντικείμενα της βιομηχανικής εποχής αλλά η παράγωγη κοινωνικότητας και γνώσης, η οποία βασίζεται στις άυλες προσωπικές δεξιότητες της γλώσσας, της κίνησης του σώματος, της ικανότητας αφαίρεσης και σύνθεσης, της ικανότητας επικοινωνίας και επιρροής, της σκέψης και της νόησης, πρόκειται για τους εργάτες της βιομηχανίας των σχέσεων. Όταν λέμε ότι οι εργαζόμενοι παράγουν κοινωνικότητα εννοούμε μια συνθήκη ταύτισης του χρόνου, της σκέψης και των συναισθημάτων του εργαζόμενου με την πειθαρχική χρονικότητα της εργασίας, για τη συνθήκη που καταργεί το σύνορο μεταξύ παραγωγικού και προσωπικού χρόνου, για τη συνθήκη μας υποχρεώνει να υπακούμε πριν ακόμα μάθουμε τι πρόκειται να μας διατάξουν. Μια κοπέλα σε ένα μπαρ ενός εμπορικού κέντρου δεν πουλάει απλώς ποτά – πουλάει ένα συγκεκριμένο είδος επικοινωνίας και life style με το οποίο οφείλει να ταυτιστεί ώστε να ανταγωνιστεί το αντίστοιχο που παρέχουν οι κοπέλες των διπλανών μπαρ. Ακόμα χειρότερα η διαρκής εναλλαγή των ρόλων πωλητή – πελάτη μεταστρέφει την αλλοτρίωση σε καταναλώσιμες μορφές εμπορευμάτων χαλάρωσης, εκτόνωσης συμμετοχής. Επομένως τόσο o χώρος όσο και o χρόνος των ανθρώπων εμποδίζεται να αυτό-ρυθμιστεί, να αλληλεπιδράσει, να αποδομήσει τους γραμμικούς νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, εμποδίζεται να εξέλθει από τη δαρβινική γεωμετρία της μισθωτής εργασίας, να διαλυθεί και γόνιμα να αναγεννηθεί μέσα στη δεξιοτεχνία της συμβιωτικότητας, του χαρίσματος, του μοιράσματος, εμποδίζεται να συνθέσει τη παρτιτούρα της αλληλεγγύης, της απόλαυσης, της εξέγερσης.


«Οι χώροι εργασίας είναι ο τελευταίος δημόσιος χώρος και έτσι πρέπει να ελέγξουμε τον χρόνο που ξοδεύουμε εκεί. Πέρα από την οικογένεια (αν έχουμε), οι υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις μας προέρχονται από τον χώρο εργασίας. Πόσοι βρίσκουν τον ερωτικό τους σύντροφο από τον χώρο εργασίας. Οι εταιρίες εκμεταλλεύονται για το σκοπό τους αυτή την επιθυμία για κοινωνικότητα, δίνοντας κίνητρα στους ανθρώπους με ένα μείγμα επιβλημένης χαράς, καλυμμένων απειλών, και αίσθηση πως είσαι μέλος σε κάτι, που αναγνωρίζουν πως κανένας άλλος δεν το παρέχει. Οι χώροι εργασίας δεν είναι πλέον επίσημα μέρη, όλοι πρέπει να είναι φιλικοί μεταξύ τους, αλλά αυτό ακριβώς δίνει την δυνατότητα στο αφεντικό να δημιουργήσει μια συναισθηματική σύνθεση, για να λειτουργήσει σαν αντάλλαγμα, σε ένα βαθμό που πρωτύτερα ήταν αδύνατο. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται αντίθετα από το προσωπικό τους ενδιαφέρον, γιατί δεν θέλουν να χάσουν το δίκτυο σχέσεων που έχουν από την εργασία τους, που χωρίς αυτήν θα γίνουν μη υπαρκτοί κοινωνικά και ορατά. Αυτό είναι εντελώς ασύμμετρο. Οι εργοδότες σε κάνουν να αισθάνεσαι πως θα τους προδώσεις αν παραιτηθείς ή αν κάνεις απεργία, αλλά δεν έχουν τέτοιες ενοχές όταν σας απολύουν στο πρώτο σφάλμα ή στα πρώτα σημάδια οικονομικού προβλήματος. Θέλουν την αγάπη σας, αλλά δεν σας δίνουν την αξιοπιστία τους.»

συνέντευξη με ένα μέλος του CreW για το ευρωπαϊκό πρεκαριάτο από το σουηδικό περιοδικό ΕΤC


«Ο χρόνος μας δεν είναι πια ανθρώπινος – φυσικός, ερωτικός, πολιτιστικός, ιστορικός – αλλά μόνο παραγωγικός. Ενώ είμαστε ελεύθεροι, ο χρόνος μας είναι σκλάβος. Αλλά τι είναι η ζωή μας χωρίς το χρόνο μας; Το πραγματικό πρόβλημα των σημερινών προλετάριων είναι ότι δεν έχουν χρόνο. Το ακούμε πια παντού: «δεν έχω χρόνο». Τι σημαίνει; Είναι παρανοϊκό οι άνθρωποι να λένε πως δεν έχουν χρόνο, αλλά το νόημα αυτής της δήλωσης είναι πολύ βαθύ. Είμαστε λοιπόν ελεύθεροι αλλά δεν έχουμε χρόνο. Η γλώσσα όμως χρειάζεται χρόνο. Τα συναισθήματα, η αγάπη, η πολιτική οργάνωση, όλα αυτά χρειάζονται χρόνο. Είμαστε ελεύθεροι αλλά είμαστε ένα τίποτα! Αυτό είναι το παράδοξο που διαβρώνει την ικανότητα αυτοοργάνωσης. (…)Αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε πια τη δυνατότητα να βιώσουμε το χρόνο μας ως κάτι απτό, πραγματικό, ερωτικό, ως κάτι δικό μας. Δεν είναι πια δικός μας ο χρόνος. Η ζωή μας είναι κάτι πέρα από εμάς. Αυτό είναι η επισφάλεια, το precarity. Βεβαίως αυτό έχει πολλά να κάνει με την επισφάλεια στην εργασία, αλλά το κυρίως πρόβλημα δεν είναι η δουλειά μας, αλλά η επισφάλεια των κοινωνικών μας σχέσεων.»

από τη συνέντευξη με τον Franco Berardi (Bifo) που ακολουθεί στο παρών έντυπο


Επομένως η καπιταλιστική επισφάλεια πρόκειται για τη ηγεμονική συνθήκη πειθαρχίας και ελέγχου του συνόλου της ζωής, πρόκειται εντέλει για μια συνθήκη βιοεξουσίας. Έτσι λοιπόν ακόμα περισσότερο και πέρα από την εργασιακή επισφάλεια το κρίσιμο κοινό χαρακτηριστικό στις ζωές μας μέσα και έξω από την εργασία είναι η υπαρξιακή επισφαλεια. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνοψίζονται στην κωδική ονομασία «πρεκάριος».





Οι μοριακές κινήσεις των πρεκάριων

Αρχικά λοιπόν οι πρώτες καμπάνιες των chainworkers στόχευσαν στα μεγάλα super market και στα εμπορικά κέντρα, διότι εκεί συγκεντρώνονται αρκετοί πρεκάριοι οι οποίοι μπορούν να γίνουν ορατοί, αλλά και διότι τα εμπορικά κέντρα είναι οι νέες πλατείες (ιδιωτικού τύπου) των μητροπόλεών μας. Ακόμα περισσότερο και από τις κατασκευαστικές εταιρίες, και αντίθετα με αυτές, τα μεγάλα καταστήματα-αλυσίδες δεν μπορούν να κλείσουν τα μαγαζιά τους και να μετακομίσουν σε χώρες όπου το εργατικό δυναμικό είναι φθηνό. Στη συνέχεια επεκτείνουν το πεδίο της παρέμβασής τους στον αυτόνομο συνδικαλισμό και τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών των τηλεφωνικών κέντρων θεωρώντας μάλιστα ότι εκεί είναι η πιο σημαντική μάχη διότι αποτελούν τους επικοινωνιακούς κόμβους του σύγχρονου καπιταλισμού. Έπειτα δημιουργούν σημεία συναντήσεις των πρεκάριων «σημεία του Άγιου Πρεκάριου» και ομάδες νομικής βοήθειας. Βλέπουμε λοιπόν ότι προσπαθούν να ορατοποιήσουν τον εχθρό στην καθημερινότητά τους και όχι κάπου μακριά στους απρόσωπους παγκόσμιους οργανισμούς, στον ΠΟΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τους G8 όπως το «κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης» αλλά στο εδώ, στο τώρα. Στη συνέχεια συντονίζονται με οργανώσεις βάσης (cobas) σε όλη την Ιταλία και δημιουργούν το πανιταλικό δίκτυο των πρεκάριων. Τέλος από το 2004 συντονίζονται με ομάδες από χώρες της Ευρώπης που εμπλέκονται στις ποικίλες αντανακλάσεις της προσωρινότητας, δημιουργώντας ένα ευέλικτο δίκτυο το οποίο διαρκώς διευρύνεται και οργανώνουν την Ευροπρωτομαγιά, στην οποία συμμετέχουν δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές σε ένα ξέφρενο βιοπολιτικό πανηγύρι επισφάλειας, σεξουαλικότητας, αλλοπρόσαλλων επιθυμιών, αγωνίας και ιστορίας, το «euromayday parade».






Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε χωρίς υπερβολή ότι σήμερα στο πολιτικό και πολιτιστικό εργαστήρι της Ιταλίας συντελείται μιας μορφής αναγέννηση. Μια αναγέννηση που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 με την επιστροφή των αυτοεξόριστων αυτόνομων από την Γαλλία, το φοιτητικό κίνημα του πάνθηρα και την έξοδο των κοινωνικών κέντρων από την γκετοποίηση της δεκαετίας του ‘80. Μια αναγέννηση που αφορά τα πολλαπλά επίπεδα της θεωρίας, των μορφών δράσης, της συλλογικής οργάνωσης, της αντικουλτούρας. Μέσα από την μακρά παράδοση του εργατισμού και της άρνησης της εργασίας επανατίθεται το ζήτημα του νοήματος της εργασίας ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιείται το ξεπέρασμα των παραδοσιακών εργατίστικων μύθων. Το ζητούμενο είναι η αυτό-σύνθεση μιας ζωντανής κοινωνίας που προχωράει πέρα από την εργασία, που ξεπερνά την λογική του επαγγέλματος, που επιτίθεται στην ηθική της εργασίας. Εδώ βέβαια κρύβεται ο κίνδυνος για την ανάδυση νέων επαναστατικών πρωτοποριών. Όμως οι πρεκάριοι σίγουρα δεν είναι το νέο επαναστατικό υποκείμενο. Πρόκειται περισσότερο για μια αλληλουχία κινήσεων, για ένα νομαδικό μόρφωμα, για μια διανυσματική κίνηση που διαπερνά διαγώνια το χωροχρόνο της πειθαρχίας, τις στιγμές εξουσίας και αντιεξουσίας, κουλτούρας και αντικουλτούρας, τις ποικίλες εκφάνσεις του φύλου. Πρόκειται για νέα υβριδικά συμπλέγματα τα οποία στο μέλλον θα αποτελέσουν τα κομβικά κύτταρα αναπαραγωγής του καπιταλισμού (τουλάχιστον στη δύση) και εκεί είναι που θα πρέπει να βρεθούν απαντήσεις. Το κράτος πρόνοιας και η ασφάλεια του οκτάωρου δεν πρόκειται να επανέλθουν και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η άυλη εργασία, η βιοπολιτική και η επισφάλεια γίνονται πλέον οι κεντρικές έννοιες για το χτίσιμο των αγώνων. Μια νέα πολιτική και πολιτιστική γραμματική αναδύεται η οποία επενδύει στους τομείς της επιθυμίας, σε όλη τη μικροκλίμακα, μιας και η βασική πάλη επανάστασης και αντεπανάστασης διεξάγεται πια στο ίδιο το επίπεδο της επιθυμίας. Το ερώτημα που τίθεται είναι πως τα νέα εκκολαπτόμενα κύτταρα που έως τώρα κινούνται ανοργάνωτα και διασπαρμένα στο σώμα της μητρόπολης μπορούν να συντονίσουν τους παλμούς τους, να προβάλουν την ποικιλία και τον πλούτο των διαφορετικών ταυτοτήτων τους, να κυκλοφορήσουν τους αγώνες τους, ώστε να οργανώσουν την συλλογική πληθυντική λιποταξία, όχι μια κραυγή διαμαρτυρίας αλλά την έξοδο από το καπιταλισμό…


«μπορούμε να αναμείξουμε τον ελευθεριακό, τον αντιρατσιστικό και τον διαφυλετικό (
transgender) κοινωνικό ακτιβισμό για να δημιουργήσουμε καινούργιες ριζοσπαστικές ταυτότητες που να μπορούν να ενώσουν τους ανατολικοευρωπαίους και τους δυτικοευρωπαίους αδερφούς και αδερφές σε ένα καινούργιο πολιτικό εγχείρημα»


Οι αντιεξουσιαστικές ομάδες που εμπλέκονται στο δίκτυο των πρεκάριων ορίζουν την προσωρινότητα «Precarity» ως την σκοτεινή πλευρά της ευέλικτης εργασίας, την κύρια αιτία της ανισότητας, ως μια γενικευμένη και διαρκώς επεκτεινόμενη κοινωνική κατάσταση, αλλά και ως την μαμή μιας νέας ριζοσπαστικής διαδικασίας υποκειμενοποίησης. Γνωρίζουν ότι κάθε κίνημα για να είναι αποτελεσματικό και για να ακουστεί πρέπει να δημιουργήσει ένα καινούργιο υποκείμενο, αν όχι μια καινούργια ταυτότητα. Και τα δύο όμως θα πρέπει να είναι κάθετα στην γλώσσα, την κουλτούρα και στον λόγο. Σε αυτή τη διαδικασία επινοούν την μυθοπλαστική*1 φιγούρα του άγιου πρεκάριου η οποία περιγράφει και αναπαριστά μια υπαρκτή κοινότητα, αυτή των προσωρινών εργαζομένων. Η περιγραφή με αυτό τον τρόπο μετατρέπεται σε ένα είδος ενεργητικής περιγραφής, η οποία μπορεί να εξηγηθεί ως την δυνατότητα και την επιθυμία να δημιουργηθεί ένα αίσθημα ενότητας, που βασίζεται σε κοινές ιστορίες και εμπειρίες που με τη σειρά τους γίνονται η αφετηρία για νέες συζητήσεις αλλά και για τη φαντασία νέων δράσεων. Το φαντασιακό λοιπόν της φιγούρας του πρεκάριου υπογραμμίζει την κεντρική σημασία της επικοινωνίας και της αναγνωρισιμότητας στην κυκλοφορία των αγώνων. Θέτουν ως στρατηγικό στόχο την κατασκευή ταυτοτήτων μέσα στις οποίες να μπορούν να αναγνωρίσουν ίχνη και στοιχεία οι άνθρωποι και ταυτόχρονα την κατασκευή κοινών τόπων – συνδετικών κρίκων συνάντησης και επικοινωνίας των πρεκάριων.


Βέβαια η κίνηση των πρεκάριων εμπεριέχει σίγουρα στο εσωτερικό της ποικίλες τάσεις. Από τη μια οι προτάσεις για να επαναορίστουν τα δικαιώματα του ανθρώπου με τα αριστερίστικα αιτήματα για εγγυημένο εισόδημα και τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού
lobby επισφαλών εργαζομένων ή ακόμα και τη δημιουργία ενός εναλλακτικού κόμματος των πρεκάριων μέχρι την αυτοπαραγωγή και την καθολική άρνηση της εργασίας εκτείνεται μια μεγάλη εύφορη περιοχή για πειραματισμούς. Το σίγουρο είναι ότι στη γείτονα χώρα η δημόσια συζήτηση έχει ανοίξει…



Το πρεκαριάτο δεν είναι αναπαράσταση

Η παραπάνω βιοπολιτικη κατάσταση της υπαρξιακής και εργασιακής επισφαλειας είναι προφανές ότι δεν μπορεί να εκφραστεί και δεν χωράει μέσα στα παραδοσιακά γραφειοκρατικά συνδικάτα. Το πλήθος των πρεκάριων δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί, ούτε να αντιπροσωπευθεί, δεν μπορεί να δώσει υποσχέσεις, δεν συμμετέχει στις μόνιμες συμφωνίες, δεν μπορεί να συνάψει συμφωνίες, δεν επιτυγχάνει ποτέ τη θέση του νομικού προσώπου επειδή ποτέ δε μεταφέρει και δεν διεκδικεί τα φυσικά του δικαιώματα με τον κυρίαρχο. Δεν μπορεί να αποκτήσει ούτε να μεταφέρει πολιτικά δικαιώματα. Το πλήθος των πρεκάριων εμποδίζει αυτήν την «μεταφορά» με την ίδια του την ύπαρξη (μέσω του πληθυντικού του χαρακτήρα) και από τον τρόπο που συμπεριφέρεται.

Το σύμπαν των πρεκάριων είναι μη αναγώγιμο στα σχήματα των μεγάλων στρατηγικών του «να κανείς πολιτική». Έτσι λοιπόν, φαίνεται ότι μακριά από την ηγεμονική λογική και τις λενινιστικές καταβολές των αριστεριστών τύπου tutte bianche μια νέα κίνηση αυτονομίας πνέει στο αρχιπέλαγος του ιταλικού ανταγωνιστικού κινήματος. Την παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και ευχόμαστε οι πολιτικές οργανώσεις και τα θεσμικά συνδικάτα να σπάσουν τα μούτρα τους στην προσπάθεια να αφομοιώσουν, να οικειοποιηθούν και να παράξουν υπεραξία από τους ελπιδοφόρους αγώνες των πρεκάριων.



*1 Ο Wu Ming 1, ενας από τους αφηγητές της κολεκτίβας Wu Ming από τη Bologna, γνωστός και ως Luther Blisset, έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ενασχόλησής του στην ιδέα της μυθοπλασίας, και την ορίζει κάπως έτσι:

«Η κοινωνική διεργασία της κατασκευής μύθων, χωρίς να εννοούμε “ψεύτικες ιστορίες”, αλλά ιστορίες κοινές που λέγονται, επαναλαμβάνονται και χρησιμοποιούνται από μία τεράστια και πολυσχιδή κοινότητα, ιστορίες που, ίσως, δίνουν υπόσταση σε ένα είδος ιεροτελεστίας, μία αίσθηση συνέχειας μεταξύ αυτού που εμείς κάνουμε και αυτό που έκαναν άλλοι άνθρωποι στο παρελθόν…Τα ιταλικά κοινωνικά κινήματα είχαν την ικανότητα να εμφανιστούν ως πλήθη ανθρώπων που περιγράφουν τους εαυτούς τους μέσα από μια αδιάκοπη, ζωντανή ροή ιστοριών, χρησιμοποιώντας αυτές τις ιστορίες σαν όπλα που θα επέβαλλαν ένα νέο φαντασιακό από την βάση. Όταν μιλάμε για “μύθους”, εννοούμε ιστορίες που είναι απτές, φτιαγμένες από αίμα, σάρκα και σκατά». (Wu Ming, 2002)



το παρών κείμενο είναι εισαγωγή στο έντυπο ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ εκδ. Τα Μάτια Του Πλήθους από την αντιεξουσιαστική επιθεώρηση BLACK OUT στο Κοινωνικό Εργοστάσιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: