Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2007

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΗΜΕΡΑ;

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΗΜΕΡΑ;

Υποκειμενοποίηση, Κοινωνική Σύνθεση, Άρνηση της Εργασίας

του Franco Berardi Bifo 2003

Δεν προτίθεμαι να κάνω ιστορική αναδρομή του κινήματος που ονομάζεται αυτονομία, αλλά θα προσπαθήσω να κατανοήσω την ιδιομορφία του μέσω μιας συνοπτικής προσέγγισης εννοιών όπως «άρνηση της εργασίας» και «ταξική σύνθεση».

Οι δημοσιογράφοι συχνά χρησιμοποιούν τον όρο “operaismo” -εργατισμός- για να ορίσουν το πολιτικό και φιλοσοφικό κίνημα που εμφανίστηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60. Απεχθάνομαι αυτό τον όρο, γιατί περιορίζει τη πολυπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας στο δεδομένο της κεντρικότητας των βιομηχανικών εργατών – εργατριών μέσα στη κοινωνική δυναμική της ύστερης νεωτερικότητας.

Η προέλευση αυτού του φιλοσοφικοπολιτικού κινήματος εντοπίζεται στα έργα των Mario Tronti, Romano Alquati, Raniero Panzieri, Toni Negri, και το κυρίαρχο θέμα του βρίσκεται στην απελευθέρωση από την Χεγκελιανή έννοια του υποκειμένου.
Στη θέση του ιστορικού υποκειμένου, όπως αυτό κληρονομήθηκε από τη Χεγκελιανή κληρονομιά, μιλάμε πια για τη διαδικασία υποκειμενοποίησης. Η υποκειμενοποίηση παίρνει την εννοιολογική θέση του υποκειμένου. Αυτή η εννοιολογική αλλαγή είναι πολύ κοντά στο σύγχρονο μετασχηματισμό του πεδίου της φιλοσοφίας, όπως αυτός προωθήθηκε από τον Γαλλικό μετα-δομισμό. Υποκειμενοποίηση αντί για υποκείμενο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επικεντρωθούμε όχι στη ταυτότητα, αλλά στη διαδικασία του γίγνεσθαι. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η έννοια της κοινωνικής τάξης δεν πρέπει να οράται ως μία οντολογική έννοια, αλλά μάλλον ως μία διανυσματική έννοια.

Στο πλαίσιο της αυτόνομης σκέψης η έννοια της κοινωνικής τάξης επανακαθορίζεται ως μία επένδυση-της κοινωνικής επιθυμίας, εννοώντας τη κουλτούρα, τη σεξουαλικότητα, την άρνηση εργασίας.

Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, οι στοχαστές που έγραφαν σε περιοδικά όπως το “Classe operaia” (Εργατική Τάξη) και “Potere operaio” (Εργατική Εξουσία) δεν μιλούσαν για κοινωνικές επενδύσεις της επιθυμίας: μιλούσαν με ένα πιο Λενινιστικό τρόπο. Αλλά η φιλοσοφική τους σκέψη παρήγαγε μία σημαντική αλλαγή στο φιλοσοφικό σκηνικό, από την κεντρικότητα της εργατικής ταυτότητας στην αποκέντρωση της διαδικασίας υποκειμενοποίησης.

Ο Φελιξ Γκουαταρί, που συνάντησε τον εργατισμό μετά το ’77 και συναντήθηκε με τους αυτόνομους στοχαστές μετά το ’77, έδινε πάντα έμφαση στο ότι δεν πρέπει να μιλάμε για υποκείμενο αλλά για «διαδικασία υποκειμενοποίησης». Με αυτή τη προσέγγιση μπορούμε να καταλάβουμε την έννοια της «άρνησης της εργασίας».

Άρνηση της εργασίας δε σημαίνει τόσο το αυτονόητο γεγονός ότι οι εργάτες – εργάτριες δεν αρέσκονται στην εκμετάλλευση, αλλά κάτι περισσότερο. Σημαίνει ότι η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, η τεχνολογική αλλαγή και ο γενικότερος μετασχηματισμός των κοινωνικών θεσμών δημιουργούνται ως προϊόν της καθημερινής δράσης της αποχής από την εκμετάλλευση, της απόρριψης της υποχρέωσης παραγωγής υπεραξίας και αύξησης της αξίας του κεφαλαίου – ταυτόχρονα μείωσης της αξίας της ζωής.

Δεν συμπαθώ τον όρο «εργατισμός» εξαιτίας αυτής της ασφυκτικά περιοριστικής κοινωνικής αναφοράς (operai στα ιταλικά σημαίνει εργάτες), και θα προτιμούσα τον όρο «συνθετισμός»;“compositionism” (composition= σύνθεση, σύσταση). Η έννοια της κοινωνικής σύνθεσης ή της «ταξικής σύνθεσης» (που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από την ομάδα των εν λόγω στοχαστών) προσεγγίζει περισσότερο τη χημεία παρά την ιστορία της κοινωνίας.

Μ’ αρέσει η ιδέα ότι το περιβάλλον όπου λαμβάνει χώρα το κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι η συμπαγής και βραχώδης ιστορική περιοχή της Χεγκελιανής παράδοσης, αλλά ένα χημικό περιβάλλον όπου η κουλτούρα, η σεξουαλικότητα, η αρρώστια και η επιθυμία πολεμούν αναμεταξύ τους, συναντιούνται και ανακατεύονται αλλάζοντας συνεχώς το περιβάλλον. Αν χρησιμοποιήσουμε την έννοια της σύνθεσης, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα το τι συνέβη στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70, αλλά και την ίδια την έννοια της αυτονομίας: όχι η δημιουργία ενός υποκειμένου, όχι η ταύτιση των ανθρώπων με συγκεκριμένο κοινωνικό πεπρωμένο, αλλά η συνεχής αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, της δημιουργίας και αποδόμησης σεξουαλικών ταυτοτήτων και της άρνησης της εργασίας.

Με αυτή την έννοια αυτονομία σημαίνει ότι η κοινωνική ζωή δεν εξαρτάται μόνο από την πειθαρχική ρύθμιση από τη πλευρά της οικονομικής εξουσίας, αλλά και από τις εσωτερικές ανακατατάξεις, αλλαγές και αποδομήσεις της διαδικασίας της αυτο- σύνθεσης της ζωντανής κοινωνίας. Ο αγώνας, η αποχή, η αλλοτρίωση, το σαμποτάζ, και πολλοί άλλοι δρόμοι διαφυγής από το καπιταλιστικό σύστημα κυριαρχίας.

Αυτονομία είναι η ανεξαρτησία του κοινωνικού χρόνου από τη χρονικότητα του καπιταλισμού. Αυτή είναι και η έννοια της άρνησης της εργασίας. Άρνηση της εργασίας πολύ απλά σημαίνει: Δεν θέλω να πάω στη δουλειά γιατί προτιμώ να κοιμηθώ. Αυτή η τεμπελιά είναι η πηγή της ευφυίας, της τεχνολογίας, της προόδου. Αυτονομία είναι η αυτο-ρύθμιση του κοινωνικού κορμού μέσα στην ανεξαρτησία και την αλληλεπίδρασή του με τη πειθαρχική νόρμα.

Αυτονομία και Απορρύθμιση

Αυτή είναι μία άλλη πλευρά της αυτονομίας, που ελάχιστα έχει αναγνωριστεί ως τώρα. Η διαδικασία της αυτονόμησης των εργατών – εργατριών από τον πειθαρχικό τους ρόλο έχει προκαλέσει ένα κοινωνικό σεισμό που με τη σειρά του πυροδότησε την καπιταλιστική απορρύθμιση. Η απορρύθμιση που εισήχθη στο παγκόσμιο σκηνικό με τη περίοδο Θάτσερ – Ρήγκαν, μπορεί να ιδωθεί ως η καπιταλιστική απάντηση στην αυτονόμηση από την πειθαρχική τάξη της εργασίας. Οι εργάτες και οι εργάτριες απαίτησαν ελευθερία από τους κανόνες του κεφαλαίου, και το κεφάλαιο με τη σειρά του έκανε το ίδιο, με αντίστροφο τρόπο. Η ελευθερία από την κρατική ρύθμιση έγινε οικονομικός δεσποτισμός πάνω στο κοινωνικό ιστό. Οι εργάτες ζήτησαν ελευθερία από την ισόβια φυλακή του βιομηχανικού εργοστασίου. Η απορρύθμιση απάντησε με την ελαστικοποίηση και τον κατακερματισμό της εργασίας.

Το κίνημα της αυτονομίας της δεκαετίας του ’70 πυροδότησε μία επικίνδυνη διαδικασία, μία διαδικασία που εξελίχθηκε από την κοινωνική άρνηση του καπιταλιστικού πειθαρχικού ελέγχου στην καπιταλιστική εκδίκηση, με τη μορφή της απορρύθμισης, της ελευθερίας της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας από το κράτος, της καταστροφής της κοινωνικής πρόνοιας, της μείωσης και της εξωτερίκευσης της παραγωγής, των περικοπών των κοινωνικών δαπανών, της απο – φορολόγησης, και τέλος της ελαστικοποίησης. Το κίνημα της αυτονόμησης στην ουσία πυροδότησε την αποσταθεροποίηση του κοινωνικού πλαισίου, ως αποτέλεσμα ενός αιώνα πίεσης από τη μεριά των συνδικάτων και του κρατικού παρεμβατισμού. Μήπως κάναμε ένα φοβερό λάθος; Θα ‘πρεπε να μετανιώνουμε για τις πράξεις του σαμποτάζ και της ανυπακοής, της αυτονομίας, της άρνησης της εργασίας που φαίνεται να έχουν προκαλέσει την καπιταλιστική απορρύθμιση;

Και βέβαια όχι.

Η κίνηση της αυτονομίας στη πραγματικότητα επιτάχυνε τη κίνηση του κεφαλαίου, αλλά η διαδικασία της απορρύθμισης ήταν αποτυπωμένη στην ερχόμενη καπιταλιστική μετα – βιομηχανική ανάπτυξη και αποτελούσε φυσική συνέπεια του τεχνολογικού μετασχηματισμού και της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής.

Υπάρχει μία στενή σχέση μεταξύ της άρνησης της εργασίας, της πληροφοριοποίησης των εργοστασίων, των περικοπών, της εξαγωγής εργασιών και της ελαστικοποίησης της εργασίας. Αλλά αυτή η σχέση είναι πολύ πιο περίπλοκη από την σχέση αιτίου – αιτιατού. Η διαδικασία της απορρύθμισης ήταν αποτυπωμένη στην ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, επιτρέποντας τις καπιταλιστικές πολυεθνικές να απελευθερώσουν τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.

Μία παρόμοια διαδικασία έλαβε χώρα στο πεδίο των ΜΜΕ την ίδια περίοδο.

Φέρτε στο νου σας τους ελεύθερους ραδιοφωνικούς σταθμούς της δεκαετίας του ’70. Στην Ιταλία την εποχή εκείνη υπήρχε μονοπώλιο του κράτους και η ελεύθερη αναμετάδοση απαγορευόταν. Το ’75 – ’76 ένα σύνολο από μιντιακούς ακτιβιστές άρχισε να δημιουργεί μικρά ελεύθερα ραδιόφωνα όπως το ράδιο Alice στη Μπολόνια. Η παραδοσιακή αριστερά (το Ιταλικό ΚΚ κλπ) αποκήρυξε αυτούς τους ακτιβιστές, προειδοποιώντας τους ότι υπήρχε κίνδυνος να αποδυναμωθεί το δημόσιο σύστημα των ΜΜΕ και να ανοίξει η πόρτα σε ιδιωτικά ΜΜΕ.

Είχαν λοιπόν δίκιο αυτοί της παραδοσιακής κρατικιστικής αριστεράς; Δεν νομίζω, πιστεύω πως είχαν άδικο εκείνη την εποχή, γιατί το τέλος του κρατικού μονοπωλίου ήταν αναπόφευκτο, και η ελευθερία της έκφρασης είναι καλύτερη από τα συγκεντρωτικά ΜΜΕ. Η παραδοσιακή κρατικίστικη αριστερά ήταν μια συντηρητική δύναμη, καταδικασμένη να ηττηθεί στη προσπάθειά της να διατηρήσει ένα παλιό πλαίσιο που δεν μπορούσε να επιβιώσει στη νέα τεχνολογική και πολιτιστική κατάσταση της μετα – βιομηχανικής μετάβασης.

Θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για το τέλος της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και του λεγόμενου «υπαρκτού – σοσιαλισμού». Όλοι ξέρουν ότι οι Ρώσοι ζούσαν μάλλον καλύτερα είκοσι χρόνια πριν, και ότι ο υποτιθέμενος εκδημοκρατισμός της Ρωσικής κοινωνίας συμπυκνώνεται ως τώρα στη καταστροφή της κοινωνικής πρόνοιας και στην απελευθέρωση ενός κοινωνικού εφιάλτη επιθετικού ανταγωνισμού, βίας και οικονομικής διαφθοράς. Αλλά η πτώση του σοβιετικού καθεστώτος ήταν αναπόφευκτη, γιατί η τάξη αυτή εμπόδιζε το δυναμικό της κοινωνικής επένδυσης των επιθυμιών, και επειδή το ολοκληρωτικό καθεστώς ευνούχιζε την πολιτιστική καινοτομία. Η διάλυση των κομμουνιστικών καθεστώτων ήταν εγγεγραμμένη στη κοινωνική σύνθεση της συλλογικής νοημοσύνης, στο φαντασιακό που δημιουργήθηκε από τα νέα παγκόσμια ΜΜΕ και της συλλογικής επένδυσης της επιθυμίας. Γι’ αυτό η δημοκρατική διανόηση και οι πολιτιστικές δυνάμεις ανυπακοής πήραν μέρος στον αγώνα ενάντια στο σοσιαλιστικό καθεστώς, αν και γνώριζαν ότι ο καπιταλισμός δεν ήταν παράδεισος. Τώρα η απορρύθμιση μαίνεται στη πρώην σοβιετική κοινωνία, και οι άνθρωποι ζουν μια εκμετάλλευση, αθλιότητα και ταπείνωση χωρίς προηγούμενο. Αλλά αυτή η μετάβαση ήταν αναπόφευκτη και με έναν τρόπο πρέπει να ιδωθεί ως μία προοδευτική αλλαγή.

Απορρύθμιση δεν σημαίνει απλά την απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τον κρατικό παρεμβατισμό και τη μείωση των κοινωνικών δαπανών και της κοινωνικής πρόνοιας. Σημαίνει επίσης μία αυξανόμενη ελαστικοποίηση της εργασίας. Η πραγματικότητα της ελαστικής εργασίας είναι η άλλη πλευρά αυτής της απελευθέρωσης από την καπιταλιστική ρύθμιση. Δεν πρέπει να υποτιμούμε τη σχέση μεταξύ της άρνησης εργασίας και της ελαστικοποίησης που επακολούθησε.

Θυμάμαι πως μία από τις ισχυρές ιδέες του κινήματος της αυτονομίας τη δεκαετία του ’70 ήταν η ιδέα ότι «η επισφάλεια είναι καλό πράγμα». Η επισφαλής εργασία είναι μια μορφή αυτονομίας από τη σταθερή και μόνιμη εργασία, που κρατά μια ζωή. Τη δεκαετία του ’70 πολλοί άνθρωποι συνήθιζαν αν δουλεύουν για λίγους μήνες, μετά να ταξιδεύουν, και να ξαναγυρνούν για λίγο στη δουλειά. Αυτό ήταν δυνατό την εποχή της σχεδόν πλήρους απασχόλησης και μιας γενικότερης εξισωτικής κουλτούρας. Αυτή η κατάσταση επέτρεψε τους ανθρώπους να δουλεύουν για δικό τους συμφέρον και όχι για το συμφέρον του κεφαλαίου, αλλά προφανώς δεν μπορούσε να λειτουργήσει για πάντα. Έτσι η νεοφιλελεύθερη επίθεση της δεκαετίας του ’80 θα αντέστρεφε το συσχετισμό δυνάμεων

Η απορρύθμιση και η ελαστικοποίηση της εργασίας ήταν το αποτέλεσμα και η αντιστροφή της αυτονομίας των εργατών. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε όχι μόνο για ιστορικούς λόγους. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τι πρέπει να γίνει σήμερα, στην εποχή της πλήρως ελαστικοποιημένης εργασίας, πρέπει να καταλάβουμε πως επετεύχθη η καπιταλιστική ιδιοποίηση της κοινωνικής επιθυμίας.

Η Άνοδος και η Πτώση της Συμμαχίας της Διανοητικής Εργασίας και του Ανασυνδυαστικού Κεφαλαίου

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, οι μηχανές έγιναν ηλεκτρονικές, ενώ οι σημαντικότεροι κύκλοι της παραγωγής απέκτησαν διανοητικό και άϋλο χαρακτήρα, και αυτό έπαιξε ζωτικό ρόλο στην ελαστικοποίηση της εργασίας.

Η εισαγωγή των νέων ηλεκτρονικών τεχνολογιών και η πληροφοριοποίηση του κύκλου παραγωγής, άνοιξε το δρόμο στη δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου πληροφορικής παραγωγής , απο–εδαφικοποιημένου, απο-τοπικοποιημένου και απρόσωπου. Το υποκείμενο της εργασίας μπορεί όλο και περισσότερο να ταυτιστεί με το παγκόσμιο δίκτυο πληροφορικής παραγωγής .

Οι βιομηχανικοί εργάτες και εργάτριες αρνούνταν διαρκώς το ρόλο τους στο εργοστάσιο, απελευθερώνοντας τους εαυτούς τους από τη καπιταλιστική κυριαρχία. Η συνθήκη αυτή όμως οδήγησε τους καπιταλιστές να επενδύσουν σε τεχνολογίες που θα μείωναν τον απαιτούμενο αριθμό εργατικών χεριών και επίσης θα άλλαζαν τη τεχνική σύνθεση της παραγωγικής διαδικασίας, έτσι ώστε να διαλύσουν την ισχυρή οργάνωση των βιομηχανικών εργατών – εργατριών και να δημιουργήσουν μία πιο ελαστική οργάνωση της εργασίας

Η αποϋλοποίηση της εργασίας είναι η μία πλευρά της κοινωνικής αλλαγής των μορφών παραγωγής. Η πλανητική παγκοσμιοποίηση είναι η άλλη πλευρά. Η αποϋλοποίηση και η παγκοσμιοποίηση είναι αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοβοηθούμενες. Η παγκοσμιοποίηση έχει όντως την υλική πλευρά της, γιατί η βιομηχανική εργασία δεν εξαφανίζεται στη μετα – βιομηχανική εποχή αλλά μεταναστεύει προς τις γεωγραφικές ζώνες όπου υπάρχει ελλιπής ρύθμιση των συνθηκών εργασίας και χαμηλές αμοιβές.

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Εργατική Τάξη», το 1967, ο Μάριο Τρόντι έγραψε: «το πιο σημαντικό φαινόμενο των επόμενων δεκαετιών θα είναι η ανάπτυξη της εργατικής τάξης σε πλανητική κλίμακα». Αυτή η εκτίμηση δεν βασίστηκε σε μία ανάλυση της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής, αλλά στη κατανόηση του μετασχηματισμού της κοινωνικής σύνθεσης της εργασίας. Η παγκοσμιοποίηση και η πληροφοριοποίηση μπορούσαν να προβλεφθούν ως αποτέλεσμα της άρνησης της εργασίας στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα γίναμε μάρτυρες μίας συμμαχίας του ανασυνδυαστικού κεφαλαίου και της διανοητικής εργασίας. Ανασυνδυαστικοί είναι εκείνοι οι τομείς που δεν είναι στενά συνδεδεμένοι με μια συγκεκριμένη βιομηχανική εφαρμογή, αλλά που μεταφέρονται εύκολα από το ένα μέρος στο άλλο, από τη μία εφαρμογή στην άλλη, από τον ένα τομέα οικονομικής δραστηριότητας στον άλλο κ.ο.κ. Το κεφάλαιο που έχει το κεντρικό ρόλο στη πολιτική και τη κουλτούρα της δεκαετίας του ’90 είναι το ανασυνδυαστικό - χρηματοοικονομικό.

Η συμμαχία της διανοητικής εργασίας και του ανασυνδυαστικού κεφαλαίου είχε σημαντικές πολιτιστικές συνέπειες, και κυρίως την ιδεολογική ταύτιση της εργασίας και της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Οι εργαζόμενοι είδαν τους εαυτούς τους ως αυτό – απασχολούμενους, κάτι όχι τελείως ψεύτικο στην ψηφιακή εποχή, όπου ο διανοητικός εργάτης μπορούσε να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση, συνεισφέροντας μόνο τη πνευματική του δύναμη (μια ιδέα, ένα πρόγραμμα, μία φόρμουλα). Αυτή ήταν η περίοδος που ο Γκεερτ Λόβινκ όρισε ως dotcommania (στο εκπληκτικό βιβλίο του «Σκοτεινό Νήμα»). Τι ήταν η dotcommania; Εξαιτίας της μαζικής συμμετοχής στο κύκλο των οικονομικών επενδύσεων τη δεκαετία του ’90, προκλήθηκε μία τεράστια διαδικασία αυτό – οργάνωσης των διανοητικών παραγωγών. Οι διανοητικοί εργάτες επένδυσαν την εμπειρία, τη γνώση και τη δημιουργικότητά τους και βρήκαν στο χρηματιστήριο τα μέσα για να δημιουργήσουν επιχειρήσεις. Για αρκετά χρόνια, αυτή η επιχειρηματική μορφή έγινε το σημείο συνάντησης του ανασυνδυαστικού κεφαλαίου και της πολύ παραγωγικής διανοητικής εργασίας. Η φιλελεύθερη και η ελευθεριακή ιδεολογία που κυριαρχούσε στην (Αμερικάνικη) κυβερνοκουλτούρα τη δεκαετία του ’90 εξιδανίκευε το χρηματιστήριο παρουσιάζοντας το ως ένα αγνό περιβάλλον. Σ’ αυτό το περιβάλλον, τόσο φυσικό όσο και ο αγώνας για την επιβίωση του ισχυρότερου, που κάνει εφικτή την εξέλιξη, η εργασία θα εύρισκε τα απαραίτητα μέσα για να αυτοαξιοποιηθεί και να γίνει επιχείρηση. Αν αφεθεί ελεύθερη, η δυναμική του δικτυωτού οικονομικού συστήματος αναπόφευκτα θα επέφερε οικονομικά οφέλη σε όλους, ιδιοκτήτες και εργαζόμενους, και εξαιτίας της όλο και λιγότερο αντιληπτής διαφοροποίησης ιδιοκτητών και εργαζομένων στον ψηφιακό παραγωγικό κύκλο. Αυτό το μοντέλο, που έγινε θεωρία από το Κέβιν Κέλυ και μεταμορφώθηκε από το περιοδικό Wired σε μία ηλεκτρονική φιλελεύθερη, αλαζονική και θριαμβευτική κοσμοθεωρία, χρεοκόπησε με την αρχή της νέας χιλιετίας, μαζί με τη νέα οικονομία και ένα μεγάλο μέρος της στρατιάς των αυτοαπασχολούμενων διανοητικών επιχειρηματιών του ψηφιακού κόσμου. Και χρεοκόπησε γιατί το μοντέλο μιας απόλυτα ελεύθερης αγοράς είναι ένα πρακτικό και θεωρητικό ψέμα. Αυτό που ο νεοφιλελευθερισμός πρεσβεύει μακροπρόθεσμα δεν είναι η ελεύθερη αγορά αλλά τα μονοπώλια. Ενώ η αγορά εξιδανικευόταν ως ένας ελεύθερος χώρος όπου οι γνώσεις, η εξειδίκευση και η δημιουργικότητα συναντιούνται, η πραγματικότητα έδειξε ότι οι μεγάλες ομάδες εξουσίας λειτουργούν με τρόπο διόλου ελευθεριακό και εισάγουν τεχνολογικούς αυτοματισμούς, επιβάλλοντας την ισχύ τους με το χρήμα και τα ΜΜΕ, και εν τέλει ληστεύουν αναίσχυντα τη μάζα των μετόχων και των διανοητικό εργατών.

Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, διεξήχθη μια πραγματική πάλη των τάξεων στο εσωτερικό του κυκλώματος των υψηλών τεχνολογιών. Η εξέλιξη του Διαδικτύου χαρακτηρίστηκε από αυτόν τον ανταγωνισμό. Το αποτέλεσμα όμως είναι ακόμη ασαφές. Σίγουρα η ιδεολογία μίας ελεύθερης και φυσικής αγοράς αποδείχτηκε απατηλή. Η ιδέα ότι η αγορά είναι ένα καθαρό περιβάλλον ισότιμου αγώνα ιδεών, προγραμμάτων, ο παραγωγικός χαρακτήρας και η χρησιμότητα των υπηρεσιών, διαλύθηκαν από τη πικρή αλήθεια του πολέμου των μονοπωλίων ενάντια στο πλήθος των αυτοαπασχολούμενων διανοητικών εργατών και των σχεδόν αξιολύπητων μικροεμπόρων.

Ο αγώνας για επιβίωση δεν κερδίσθηκε από τον καλύτερο και τον πιο πετυχημένο, αλλά από αυτόν που τράβηξε το όπλο του – το όπλο της βίας, της ληστείας. Της συστηματικής κλοπής, της παραβίασης όλων των νομικών και ηθικών επιταγών. Η συμμαχία Μπους – Γκέιτς «εκκαθάρισε» την αγορά, και σ’ αυτό το σημείο τέλειωσε το στάδιο του εσωτερικού αγώνα της «εικονικής τάξης». Ένα κομμάτι της κατάφερε να εισέλθει στο τεχνο – στρατιωτικό σύμπλεγμα. Ένα άλλο (η πλειοψηφία) εξοστρακίστηκε από τις επιχειρήσεις και ωθήθηκε στη προλεταριοποίηση. Στο πολιτισμικό επίπεδο, αναδύονται οι συνθήκες για την ταξική συνειδητοποίηση της διανοητικής εργατικής τάξης, και αυτό είναι το σημαντικότερο φαινόμενο των ερχόμενων χρόνων, που θα μπορούσε να προσφέρει το κλειδί της λύσης μπροστά στη καταστροφή.

Οι δικτυακές εταιρίες ήταν το κοινωνικό εργαστήριο ενός παραγωγικού μοντέλου και μιας αγοράς. Στο τέλος η αγορά κατελήφθη και στραγγαλίστηκε από τις πολυεθνικές, και η στρατιά τον αυτοαπασχολούμενων και των τολμηρών μικροκαπιταλιστών καταληστεύθηκε και διαλύθηκε. Έτσι ξεκίνησε η νέα φάση: Οι ομάδες που κυριάρχησαν στο κύκλο της δικτυακής οικονομίας συμμαχούν με τη κυρίαρχη ομάδα της «παλιάς» οικονομίας (τη συμμορία του Μπους, με κυρίαρχες τη στρατιωτική και πετρελαϊκή βιομηχανία), και αυτή η φάση σηματοδοτεί ένα μπλοκάρισμα του σχεδίου της παγκοσμιοποίησης. Ο νεοφιλελευθερισμός παρήγαγε την ίδια του την άρνηση, και αυτοί που ήταν οι πιο ενθουσιώδεις θιασώτες έγιναν τα περιθωριοποιημένα θύματά του.

Με το κραχ της δικτυακής οικονομίας;, η διανοητική εργασία διαχωρίστηκε από το κεφάλαιο. Οι «ψηφιακοί βιοτέχνες», που είχαν την αίσθηση του αυτοαπασχολούμενου τη δεκαετία του ’90, καταλαβαίνουν σταδιακά ότι εξαπατήθηκαν και ληστεύτηκαν, και αυτό θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια νέα συνειδητοποίηση των διανοητικών εργατών – εργατριών. Θα διαπιστώσουν ότι ενώ είχαν όλη την παραγωγική δύναμη που χρειαζόταν, οι καρποί τους κλάπηκαν από μία μειοψηφία άσχετων κερδοσκόπων που το μόνο που ξέρουν είναι να χειρίζονται της νομική και οικονομική πλευρά της παραγωγικής διαδικασίας. Η μη παραγωγική μερίδα της «εικονικής τάξης», οι δικηγόροι και οι λογιστές, καρπώνονται την διανοητική υπεραξία των φυσικών επιστημόνων, των μηχανικών, των χημικών, των συγγραφέων, και των χειριστών των μέσων επικοινωνίας. Αλλά μπορούν να αποκοπούν από το νομικό και οικονομικό κάστρο του σημειοκαπιταλισμού και να κτίσουν μία άμεση σχέση με την κοινωνία, με τους χρήστες: τότε ίσως η διαδικασία της αυτόνομης αυτοοργάνωσης της διανοητικής εργασίας θα ξεκινήσει. Οι βάσεις έχουν ήδη μπει με τον μιντιακό ακτιβισμό και τη δημιουργία μεταναστευτικών δικτύων αλληλεγγύης.

Έπρεπε να περάσουμε το δικτυακό καθαρτήριο, μέσα από τη ψευδαίσθηση της ένωσης της εργασίας με τη καπιταλιστική επιχείρηση, και μετά μέσα από τη κόλαση της ύφεσης και του διαρκούς πολέμου, ώστε να δούμε το πρόβλημα ξεκάθαρα: από τη μία, ένα παρασιτικό σύστημα οικονομικής συσσώρευσης και ιδιωτικοποίησης της κοινής γνώσης, κληρονομιά της παλιάς βιομηχανικής οικονομίας. Από την άλλη, η παραγωγική εργασία όλο και περισσότερο αποτυπώνεται στις άϋλες λειτουργίες της κοινωνίας. Η διανοητική εργασία αρχίζει να βλέπει τον εαυτό της ως τάξη, και δημιουργεί θεσμούς γνώσης, δημιουργίας, φροντίδας, επινοητικότητας και μόρφωσης που είναι αυτόνομοι από το κεφάλαιο.

Κατακερματισμός, Απελπισία και Αυτοκτονία

Στη δικτυακή οικονομία, η ελαστικότητα έχει εξελιχθεί σε μία μορφή κατακερματισμού της εργασίας. Κατακερματισμός σημαίνει κομμάτιασμα της δραστηριότητας μέσα στο χρόνο. Ο εργάτης – η εργάτρια δεν υπάρχει πια ως άτομο. Είναι απλά ένας ανταλλάξιμος παραγωγός μικροσκοπικών θραυσμάτων μιας ανασυνδυαστικής σημειοδοσίας μέσα στον αέναο ρου του δικτύου. Το κεφάλαιο δεν πληρώνει πια για τη μακροχρόνια διαθεσιμότητα του εργαζόμενου προς εκμετάλλευση , δεν πληρώνει πια ένα μισθό που θα καλύπτει ολόκληρο το εύρος των οικονομικών αναγκών ενός εργαζόμενου. Ο εργάτης (μία μηχανή που κατέχει έναν εγκέφαλο και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ένα κομμάτι χρόνου) πληρώνεται για τη συγκεκριμένη επίδοσή του. Ο χρόνος εργασίας γίνεται κατακερματισμένος και κυψελωτός. Κυψέλες χρόνου πωλούνται στο δίκτυο, και οι εταιρείες μπορούν να αγοράσουν τόσες όσες χρειάζονται. Το κυψελωτό (κινητό) τηλέφωνο είναι το εργαλείο που καθορίζει επακριβώς τη σχέση μεταξύ του κατακερματισμένου εργάτη – εργάτριας και του ανασυνδυαστικού κεφαλαίου.

Η χρηματιστηριακή εργασία είναι ένας ωκεανός μικροσκοπικών θραυσμάτων χρόνου, και κυψελοποίηση είναι η ικανότητα να ανασυνδυάζονται θραύσματα χρόνου μέσα στα πλαίσια ενός ημι – προϊόντος. Το κινητό τηλέφωνο είναι το εργαλείο που ορίζει κατά τον καλύτερο τρόπο τη σχέση διανοητικής εργασίας και ανασυνδυαστικού κεφαλαίου

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της ελαστικοποίησης και του θρυμματισμού της εργασίας: αυτό που παλαιότερα ήταν η αυτονομία και η πολιτική ισχύς της εργατικής δύναμης τώρα έγινε απόλυτη εξάρτηση της διανοητικής εργασίας από τη καπιταλιστική οργάνωση του παγκόσμιου δικτύου. Αυτό αποτελεί τον πυρήνα της δημιουργίας του σημειοκαπιταλισμού. Αυτό που κάποτε ήταν η άρνηση εργασίας έγινε τώρα εξάρτηση των συναισθημάτων και της σκέψης από τη ροή πληροφοριών. Και το αποτέλεσμα είναι μία νευρική κρίση που προσβάλλει τον παγκόσμιο νου και προκαλεί αυτό που λέμε ψηφιακό κραχ (dotcom crash).

To dotcom crash και η κρίση του μαζικού χρηματοοικονομικού καπιταλισμού μπορούν να ιδωθούν ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οικονομικής επένδυσης της κοινωνικής επιθυμίας. Χρησιμοποιώ τον όρο κατάρρευση όχι με μεταφορικό τρόπο, αλλά ως μία ιατρική περιγραφή του τι συμβαίνει στον δυτικό νου. Χρησιμοποιώ τον όρο κατάρρευση ώστε να εκφράσω ένα παθολογικό κραχ του ψυχο – κοινωνικού οργανισμού. Κατά την περίοδο αμέσως μετά τις πρώτες ενδείξεις του οικονομικού κραχ, τους πρώτους μήνες του 21ου αι., γίναμε μάρτυρες ενός ψυχοπαθολογικού φαινομένου: της κατάρρευσης του παγκόσμιου νου. Βλέπω την παρούσα οικονομική ύφεση ως παρενέργεια μιας ψυχικής κατάθλιψης. Η έντονη και παρατεταμένη επένδυση της επιθυμίας και των πνευματικών και λιβιδινικών ενεργειών στην εργασία, έχει δημιουργήσει το ψυχολογικό υπόστρωμα για την κατάρρευση που τώρα επικρατεί στο πεδίο της οικονομικής κρίσης, στο πεδίο της στρατιωτικής επιθετικότητας και της αυτοκτονικής τάσης.

Η οικονομία της φροντίδας είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα. Οι εικονικοί εργάτες έχουν όλο και λιγότερο χρόνο για φροντίδα, εμπλέκονται σε μία αυξανόμενη ποσότητα διανοητικών εργασιών και δεν έχουν χρόνο να αφιερώσουν στην ίδια τους τη ζωή, στον έρωτα, τη τρυφερότητα και την αγάπη. Έτσι, παίρνουν Βιάγκρα γιατί δεν έχουν χρόνο για προκαταρκτικά.

Η κυψελοποίηση έχει κατά κάποιο τρόπο καταλάβει ολόκληρη τη ζωή. Το αποτέλεσμα είναι η ψυχοπαθολογικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Τα συμπτώματα είναι προφανή: εκατομμύρια κουτιά Πρόζακ πωλούνται κάθε μήνα, επιδημία διαταραχών λόγω έλλειψης φροντίδας στους νέους, η εξάπλωση ναρκωτικών όπως το Ριταλιν στους μαθητές, και μια συνεχώς εξαπλωνόμενη επιδημία πανικού…

Τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας φαίνεται να κυριαρχούνται από ένα κύμα ψυχοπαθούς συμπεριφοράς. Το αυτοκτονικό φαινόμενο εξαπλώνεται μακράν πέρα από τα σύνορα του Ισλαμικού φονταμενταλισμού. Από την 11η Σεπτέμβρη και μετά, η αυτοκτονία αποτελεί τη κυρίαρχη πολιτική πράξη στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό.

Η επιθετική αυτοκτονία δεν πρέπει να ιδωθεί ως ένα απλό φαινόμενο απελπισίας και επιθετικότητας, αλλά και ως μία διακήρυξη τέλους.

Το κύμα αυτοκτονιών φαίνεται να δηλώνει ότι ο χρόνος τελείωσε για το ανθρώπινο γένος, και η απελπισία έχει γίνει ο κυρίαρχος τρόπος σκέψης για το μέλλον.

Και τώρα τι; Δεν έχω απάντηση. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι αυτό που ήδη κάνουμε: η αυτοοργάνωση της διανοητικής εργασίας είναι ο μόνος τρόπος να υπερβούμε το ψυχοπαθητικό παρόν. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος μπορεί να κυβερνηθεί από τη λογική. Η Ουτοπία του Διαφωτισμού έχει αποτύχει.

Η διαδικασία της δημιουργίας του δικτύου είναι τόσο περίπλοκη που δεν μπορεί να κυβερνηθεί από την ανθρώπινη λογική. Ο παγκόσμιος νους είναι πολύ περίπλοκος για να γίνει κατανοητός και να ελεγχθεί από τοπικούς αποκεντρωμένους εγκεφάλους. Δεν γνωρίζουμε, δεν μπορούμε να ελέγξουμε, ούτε να κυβερνήσουμε όλη την ισχύ του παγκόσμιου νου. Αλλά μπορούμε να ελέγξουμε τη διαδικασία της δημιουργίας ενός κόσμου κοινωνικότητας.

Αυτό είναι η αυτονομία σήμερα.

το παρών κείμενο βρίσκεται στο έντυπο ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ εκδ. Τα Μάτια Του Πλήθους από την αντιεξουσιαστική επιθεώρηση BLACK OUT στο Κοινωνικό Εργοστάσιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: